- αγιολόγος
- ο, ηο ειδικός επιστήμονας που εξετάζει τα σχετικά με τους αγίους τής Εκκλησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + λόγος < λέγω (= μαζεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁγιολόγων — ἁγιολόγος speaking holy things masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱՍԱՑ — ( ) NBH 2 0760 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ա. Որ ասէ զսուրբ սուրբն, կամ զերեքսրբեան օրհնութիւն. սրբաբան. օրհնաբան. եւ Օրհնաբանական. իբր յն. ἀγιόλογος, ἀγιολογικός. *Ընդ սրբասաց զօրսն: Զդասս բոցեղէնս՝ զուարթունս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)